Δρήρος

Δρήρος
Αρχαία πόλη της Κρήτης που ήταν χτισμένη στο ύψωμα του Αγίου Αντωνίου, ΒΑ της Νεάπολης, κοντά στον δρόμο που οδηγεί προς τους οικισμούς Φουρνή και Ελούντα. Η ιστορία της Δ. είναι σχεδόν άγνωστη, γιατί υπάρχουν ελάχιστες αναφορές γι’ αυτήν από αρχαίους συγγραφείς. Σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών, ο τόπος είχε συνεχή ζωή από τη μινωική εποχή έως το τέλος των αρχαίων χρόνων, με σημαντική άνθηση στα αρχαϊκά χρόνια. Εκεί υπήρχε σημαντικό ιερό του Δελφινίου Απόλλωνα, που είχε ιδρυθεί περίπου το 700 π.Χ., και ναός της Αθηνάς Πολιάδος. Από τα ευρήματα χαλκουργίας και κεραμικής συνάγεται ότι η πόλη άκμασε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Κατά τον 5ο και 4o αι. π.Χ. η σημασία της μειώθηκε, ενώ από τον 3ο αι. και ύστερα η πόλη γνώρισε νέα περίοδο ακμής, όπως φανερώνουν και τα νομίσματα της εποχής. Οι επιγραφές που βρέθηκαν στη Δ. έχουν μεγάλη αξία γιατί παρέχουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τη θρησκευτική (ιερός νόμος, θυσίες, καθαρμός, όρκος κλπ.) και πολιτική ζωή του τόπου. Από τον 2o αι. π.Χ. η πόλη άρχισε να διανύει περίοδο παρακμής και στα ελληνορωμαϊκά χρόνια τοποθετήθηκε ρωμαϊκή φρουρά στην ακρόπολη της Δ. Από τα ευρήματα των ανασκαφών ιδιαίτερα σημαντικά είναι τρία χάλκινα σφυρήλατα αγαλμάτια των αρχαϊκών χρόνων και ένα λίθινο γοργόνειο από διακόσμηση αρχαϊκού ναού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Dreros — (Ancient Greek: Δρῆρος), also (representing Modern Greek pronunciation) Driros, near Neapolis in the district of Lassithi, Crete, is a post Minoan archaeological site, 16 km. northwest of Aghios Nikolaos. Known only by a chance remark of the …   Wikipedia

  • φιλοδρήριος — ον, Α αυτός που συμπαθεί τους Δρηρίους, κατοίκους τής Δρήρου, πόλης τής ανατολικής Κρήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Δρήριος (< Δρῆρος, αρχ. πόλη τής Κρήτης)] …   Dictionary of Greek

  • Αλιαίος — Ονομασία ενός μήνα στην πόλη Δρήρος της αρχαίας Κρήτης. Δεν είναι γνωστό σε ποια εποχή του χρόνου αντιστοιχούσε. Πολλοί πιστεύουν ότι κατά τον μήνα αυτό συνερχόταν η εκκλησία του δήμου της Δρήρου …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Πιτυκάκης, Μανόλης — (1898 – 1981). Λαογράφος από την Κρήτη. Αποφοίτησε από τη Σχολή Αξιωματικών Χωροφυλακής ως ανθυπομοίραρχος αλλά αποτάχθηκε το 1935, μετά το κίνημα του Ελ. Βενιζέλου, ως μοίραρχος. Το 1941 ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και διορίστηκε διευθυντής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”